σκαπετίζω

σκαπετίζω
αμετ.
1) см. σκαπουλάρω; 2) переваливать (через горный хребет)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σκαπετίζω" в других словарях:

  • σκαπετίζω — και σκαπετώ Ν 1. γίνομαι άφαντος τρέχοντας, δραπετεύω, τό σκάω 2. εξαφανίζομαι περνώντας την κορυφή υψώματος 3. (γενικά) διαφεύγω κίνδυνο, ξεφεύγω, γλυτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scappare «φεύγω, τρέχω, ξεφεύγω»] …   Dictionary of Greek

  • σκαπέτισμα — το, Ν [σκαπετίζω] 1. διαφυγή, δραπέτευση 2. εξαφάνιση κάποιου πίσω από ύψωμα καθώς αυτός φεύγει 3. αποφυγή κινδύνου, διάσωση …   Dictionary of Greek

  • σκαπετώ — άω, Ν βλ. σκαπετίζω …   Dictionary of Greek

  • σκαπετώ — και σκαπετίζω σκαπέτισα (λ. ιταλ.) 1. περνάω την κορυφή υψώματος και εξαφανίζομαι. Σκαπέτισαν την κορυφή του λόφου και χάθηκαν από τα μάτια μας. 2. δραπετεύω: Σκαπέτισαν κρυφά χωρίς να τους αντιληφθεί κανένας. 3. μτφ., καταπίνω: Του πονάει ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»